- γυναικεῖ'
- γυναικεῖα , γυναικεῖοςofneut nom/voc/acc plγυναικεῖε , γυναικεῖοςofmasc voc sgγυναικεῖαι , γυναικεῖοςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείας — γυναικεί̱ᾱς , γυναικεῖος of fem acc pl γυναικεί̱ᾱς , γυναικεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείων — γυναικεί̱ων , γυναικεῖος of fem gen pl γυναικεί̱ων , γυναικεῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείως — γυναικεί̱ως , γυναικεῖος of adverbial γυναικεί̱ως , γυναικεῖος of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИНЕКЕЙ — • Γυναικει̃ον или Γυναικωνι̃τις, см. Domus, Дом, 2 … Реальный словарь классических древностей
γυναικείαι — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείαις — γυναικεί̱αις , γυναικεῖος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείαν — γυναικεί̱ᾱν , γυναικεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείη — γυναικεί̱η , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείην — γυναικεί̱ην , γυναικεῖος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)